πλευροκοπάω

πλευροκοπάω
πλευροκοπάω / πλευροκοπώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), πλευροκόπησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλευροκοπώ — πλευροκοπάω / πλευροκοπώ (παρατατ. συνήθως ούσα), πλευροκόπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”